Τον
είχε προσέξει κι άλλες φορές. Όταν γύρισε από τις διακοπές του, όταν αργότερα
ξεκίνησε το σχολείο τα πρωινά που πήγαινε και τα μεσημέρια που επέστρεφε στο
σπίτι, πολλά βράδια Σαββάτου που η οικογένεια πήγαινε σε ταβέρνες. Ο μικρός
βρισκόταν πάντα στο ίδιο σημείο. Καθάριζε τα παρμπρίζ και πούλαγε χαρτομάντιλα πάντα
στο ίδιο φανάρι.
Αλλά
αυτή η φορά ήταν διαφορετική. Πλησίαζαν Χριστούγεννα, ο καιρός είχε αγριέψει
για τα καλά. Εκείνο το βράδυ έριχνε ψιλό χιόνι και ο δυνατός άνεμος έφερνε
απίστευτο κρύο.
Ζήτησε
από τον πατέρα του να του δώσει ένα κέρμα ενώ ταυτόχρονα άνοιγε το παράθυρο.
- Κλείσε Άγγελέ μου το παράθυρο,
πετάχτηκε η μαμά.
- Άντε παιδάκι μου και θα παγώσεις! Νομίζεις πως
για μένα άναψα το αιρ κοντίσιον; συμπλήρωσε ο
πατέρας.
- Μια στιγμή μόνο μπαμπά, κρυώνει το παιδ…
- Ε, αφού δεν καταλαβαίνεις…
είπε ο πατέρας ανεβάζοντας το παράθυρο και κλειδώνοντάς το για να μην ανοιχτεί
ξανά.
- Με το μαυράκι θα ασχολούμαστε μωρέ Άγγελε; Με
το πακιστανάκι;;
Το
"μαυράκι" είχε κολλήσει πάνω στο τζάμι και τα χνώτα του το θάμπωναν.
Το απότομο ξεκίνημα του αυτοκινήτου τον τρόμαξαν και το χαρτομάντιλο έπεσε στον
βρεγμένο δρόμο. Το σκούπισε στα ρούχα του και το έβαλε με τα υπόλοιπα.
Στη
διαδρομή ο Άγγελος ήταν σιωπηλός. Στην ταβέρνα δεν είπε λέξη, πράγμα πρωτόγνωρο
γι’ αυτόν. Εκείνο το βράδυ οι δικοί του απόλαυσαν την ησυχία του (και τη δική
τους). Αφού είχε σκεφτεί καλά τη συζήτηση που θα άνοιγε, δοκίμασε να τους
μιλήσει στην επιστροφή, όταν θα έβλεπε ξανά το "μαυράκι". Δεν ήταν
όμως στο "πόστο" του και η συζήτηση αναβλήθηκε.