Βρήκα εδώ ένα πολύ ωραίο άρθρο του Έρικ Χόμπσμπομ στον "Guardian" και παρότι είναι 2 ετών θεωρώ ότι είναι ακόμη επίκαιρο.
Eric Hobsbawm: Ο υπαρκτός σοσιαλισμός απέτυχε, ο καπιταλισμός μόλις κήρυξε πτώχευση. Τι θα ακολουθήσει; (μετάφραση από τον Guardian)
Ο 20ος αιώνας βρίσκεται οριστικά πίσω μας, αλλά δεν έχουμε ακόμη μάθει να ζούμε στον 21ο, ή τουλάχιστον να σκεφτόμαστε με έναν τρόπο που να του αντιστοιχεί. Κάτι τέτοιο δεν θα έπρεπε να είναι τόσο δύσκολο όσο φαίνεται, γιατί η βασική ιδέα που κυριάρχησε στην οικονομία και την πολιτική τον περασμένο αιώνα, έχει ολοφάνερα χαθεί στον παρελθόντα χρόνο της ιστορίας. Αυτός ήταν ο τρόπος για να σκεφτόμαστε για τις σύγχρονες βιομηχανικές κοινωνίες, (και για να είμαστε ειλικρινείς για κάθε οικονομία) με βάση δύο αντίθετα σε πλήρη απόκλιση: τον σοσιαλισμό και τον καπιταλισμό.
Στα χρόνια που πέρασαν ζήσαμε δυο πρακτικές προσπάθειες να εφαρμοστούν, τα δύο αυτά αντίθετα σε μια αγνή τους μορφή: τις κεντρικού σχεδιασμού κρατικές οικονομίες σοβιετικού τύπου, και τις χωρίς κανέναν περιορισμό και κανέναν έλεγχο, ελεύθερες, καπιταλιστικές οικονομίες. Το πρώτο μοντέλο κατέρρευσε τη δεκαετία του 80 και μαζί του έπεσαν και τα ευρωπαϊκά κομουνιστικά πολιτικά συστήματα. Το δεύτερο καταρρέει μπροστά στα μάτια μας, στη μεγαλύτερη κρίση του παγκόσμιου καπιταλισμού από το 1930.
Με πολλούς τρόπους η σημερινή κρίση είναι μεγαλύτερη από αυτή του 1930, γιατί η παγκοσμιοποίηση της οικονομίας δεν βρισκόταν τότε σε τόσο εξελιγμένο στάδιο όπως σήμερα και επίσης η κρίση αυτή δεν επηρέασε την οργανωμένη οικονομία της σοβιετικής ένωσης. Δεν γνωρίζουμε ακόμη πόσο σοβαρές και τι διάρκεια θα έχουν οι επιπτώσεις της σημερινής κρίσης, αλλά σίγουρα οριοθετούν το τέλος της σύντομης περιόδου του καπιταλισμού της ελεύθερης αγοράς, που αιχμαλώτισε τον κόσμο και τις κυβερνήσεις του από την εποχή της Μάργκαρετ Θάτσερ και του προέδρου Ρήγκαν. Για τους ίδιους λόγους, η αποτυχία περιμένει τόσο αυτούς που πιστεύουν σε έναν αγνό χωρίς παρεμβατισμούς καπιταλισμό της αγοράς, σε ένα είδος διεθνούς αστικού τύπου αναρχισμό όσο και αυτούς που πιστεύουν σε έναν κεντρικά σχεδιασμένο σοσιαλισμό, αμόλυντο από την ιδιωτική αναζήτηση του κέρδους. Και οι δύο ιδέες έχουν κηρύξει πτώχευση.
Το μέλλον, όπως το παρόν και το παρελθόν, ανήκει σε μεικτές οικονομίες στις οποίες το δημόσιο και το ιδιωτικό, θα πλέκονται με τον έναν ή τον άλλο τρόπο. Αλλά πώς; Αυτό είναι το πρόβλημα για τον καθένα σήμερα, αλλά κυρίως για τους ανθρώπους της αριστεράς. Η αφοσίωση της σοσιαλδημοκρατίας στην ελεύθερη αγορά. Κανείς δεν μπορεί να θέλει να επιστρέψει στα σοβαρά, στα καθεστώτα σοβιετικού τύπου, όχι μόνο λόγω των πολιτικών τους σφαλμάτων, αλλά και λόγω της αυξανόμενης νωθρότητας και ανικανότητας των οικονομιών τους - αν και αυτό δεν πρέπει να μας οδηγήσει στο να υποτιμήσουμε τα εντυπωσιακά τους επιτεύγματα, στον κοινωνικό και εκπαιδευτικό τομέα.
Από την άλλη, μέχρι την κατάρρευση της παγκόσμιας, ελεύθερης αγοράς τον περασμένο χρόνο, ακόμη και οι σοσιαλδημοκράτες ή άλλα μετριοπαθή αριστερά κόμματα στις πλούσιες χώρες του βόρειου καπιταλισμού και της Αυστραλασίας, δεσμεύτηκαν όλο και περισσότερο στην επιτυχία του καπιταλισμού της ελεύθερης αγοράς. Πράγματι, από την πτώση της Σοβιετικής ένωσης μέχρι και σήμερα δεν μπορώ να φανταστώ κάποιο κόμμα ή κάποιον αρχηγό, που να απορρίπτει τον καπιταλισμό ως απολύτως απαράδεκτο. Κανείς δεν ήταν πιο αφοσιωμένος σε αυτόν από τους Νέους Εργατικούς. Στις οικονομικές τους πολιτικές, τόσο ο Τόνι Μπλαιρ όσο και (μέχρι τον Οκτώβριο του 2008) ο Γκόρντον Μπράουν, μπορούν να χαρακτηριστούν χωρίς υπερβολή, ως Θάτσερ με παντελόνια. Το ίδιο μπορούμε να πούμε και για το δημοκρατικό κόμμα των ΗΠΑ. Η βασική ιδέα των Εργατικών από το 1950, ήταν πως ο σοσιαλισμός είναι αχρείαστος, γιατί ένα καπιταλιστικό σύστημα είναι αξιόπιστο ως προς το να γεννά και να παράγει περισσότερο πλούτο από οποιοδήποτε άλλο. Το μόνο που έπρεπε να κάνουν οι σοσιαλιστές, ήταν να εξασφαλίσουν τη δίκαιη διανομή του. Αλλά από τη δεκαετία του 70, η επιταχυνόμενη ορμή του καπιταλισμού, έκανε αυτή την υπόθεση όλο και πιο δύσκολη, ενώ υπονόμευσε την παραδοσιακή βάση του εργατικού κόμματος, καθώς επίσης και κάθε σοσιαλδημοκρατικού κόμματος, τους υποστηρικτές και την πολιτική του.
Πολλοί κατά τη δεκαετία του 1980 πίστεψαν πως αν το πλοίο των Εργατικών δεν επρόκειτο να βουλιάξει (ένα ενδεχόμενο ορατό) εκείνη την εποχή, τότε έπρεπε να επανεξοπλιστεί. Αλλά δεν επανεξοπλίστηκε. Κάτω από την επιρροή αυτού που είδαν ως την θατσερική οικονομική αναγέννηση, οι Νέοι Εργατικοί από το 1997 υιοθέτησαν την ιδεολογία, ή μάλλον θεολογία, της παγκοσμιοποιημένης ελεύθερης αγοράς, εξολοκλήρου. Η Βρετανία, απορύθμισε τις αγορές της, πούλησε τις βιομηχανίες της στις υψηλότερες πλειοδοσίες, σταμάτησε να παράγει αντικείμενα προς εξαγωγή (αντίθετα από τη Γερμανία, τη Γαλλία και την Ελβετία) και τοποθέτησε τα κέρδη της έτσι ώστε να μετατραπεί σε παγκόσμιο κέντρο οικονομικών παροχών και για αυτό πόλος έλξης όσων επιθυμούσαν το ξέπλυμα δισεκατομμυρίων. Για τον λόγο αυτό η επίδραση της παγκόσμιας κρίσης στη λίρα και στη βρετανική οικονομία είναι πιθανόν να είναι πιο καταστροφική από ότι σε οποιαδήποτε άλλη μεγάλη δυτική οικονομία και η επανάκαμψή τους πολύ πιο δύσκολη.
Μπορείτε να πείτε πως όλα έχουν τελειώσει. Πως είμαστε ελεύθεροι να γυρίσουμε στην παλαιά μεικτή αγορά. Η παλαιά εργαλειοθήκη των εργατικών προσφέρεται ξανά –οτιδήποτε μέχρι και η κρατικοποίηση - ας προχωρήσουμε και ας χρησιμοποιήσουμε τα παλιά εργαλεία για άλλη μια φορά, αυτά που οι Εργατικοί δεν έπρεπε ποτέ να πετάξουν. Αλλά αυτό προϋποθέτει πως γνωρίζουμε και τι να τα κάνουμε.
Δεν το γνωρίζουμε.
Καταρχήν δεν γνωρίζουμε πώς να ξεπεράσουμε την παρούσα κρίση. Καμία από τις κυβερνήσεις, κεντρικές τράπεζες ή διεθνείς οικονομικούς οργανισμούς γνωρίζει: θυμίζουν όλοι τους έναν τυφλό που προσπαθεί να βγει από έναν λαβύρινθο χτυπώντας κάθε φορά τους τοίχους με διαφορετικού είδους ραβδιά ελπίζοντας να βρει τη έξοδο. Επίσης υποτιμούμε το πόσο εθισμένες είναι οι κυβερνήσεις και όσοι παίρνουν αποφάσεις, στις κοροϊδίες της ελεύθερης αγοράς που τους έκαναν να αισθάνονται καλά για δεκαετίες. Έχουμε όντως απομακρυνθεί από την υπόθεση ότι η ιδιωτική επικερδής επιχείρηση, είναι πάντα ο καλύτερος τρόπος, μια και είναι ο πιο αποδοτικός, να πράττουμε; Ότι η οργάνωση και η λογιστική των επιχειρήσεων, πρέπει να είναι το μοντέλο ακόμα και για τις δημόσιες υπηρεσίες την εκπαίδευση ή την έρευνα; Ότι το αυξανόμενο χάσμα, ανάμεσα στους υπέρ-πλούσιους και τους υπολοίπους δεν έχει και τόση σημασία, αρκεί οι υπόλοιποι (με εξαίρεση τη μειονότητα των απολύτως φτωχών) να τα καταφέρνουν κάπως καλύτερα; Ότι αυτό που χρειάζεται μια χώρα είναι κάτω από οποιαδήποτε συνθήκη, μια μέγιστη οικονομική ανάπτυξη και οικονομική ανταγωνιστικότητα;
Δεν το νομίζω.
Χρειάζεται ρήξη. Μια προοδευτική πολιτική χρειάζεται περισσότερα από μια μεγάλη ρήξη με τις οικονομικές και ηθικές αντιλήψεις των τελευταίων 30 χρόνων. Χρειάζεται μια επιστροφή στην πεποίθηση ότι η οικονομική ανάπτυξη και η ευημερία που αυτή φέρνει είναι ένα μέσο και όχι ο σκοπός. Ο σκοπός είναι το τι αντίκτυπο έχει στις ζωές, στις επιλογές και στις ελπίδες των ανθρώπων.
Ας πάρουμε για παράδειγμα το Λονδίνο. Προφανώς έχει σημασία για όλους μας το ότι η οικονομία του Λονδίνου ανθεί. Εκεί που πρέπει να εξετάσουμε τον υπέρογκο πλούτο που παράγεται, δεν είναι στο ότι αποτελεί το 20% με 30% του Ακαθάριστου Εγχώριου Προϊόντος, αλλά στο με ποιο τρόπο επηρεάζει τις ζωές των ανθρώπων που ζουν εκεί. Τι είδους ζωές τους είναι διαθέσιμες; Έχουν την οικονομική δυνατότητα να ζήσουν εκεί; Και αν όχι μας αποζημιώνει το γεγονός πως το Λονδίνο είναι ένας παράδεισος για τους υπερβολικά πλούσιους; Μπορούν να βρουν αξιοπρεπείς δουλειές ή έστω δουλειές; Εάν όχι, μη κομπάζετε για τα εστιατόρια και τους σεφ σας.
Στα χρόνια που πέρασαν ζήσαμε δυο πρακτικές προσπάθειες να εφαρμοστούν, τα δύο αυτά αντίθετα σε μια αγνή τους μορφή: τις κεντρικού σχεδιασμού κρατικές οικονομίες σοβιετικού τύπου, και τις χωρίς κανέναν περιορισμό και κανέναν έλεγχο, ελεύθερες, καπιταλιστικές οικονομίες. Το πρώτο μοντέλο κατέρρευσε τη δεκαετία του 80 και μαζί του έπεσαν και τα ευρωπαϊκά κομουνιστικά πολιτικά συστήματα. Το δεύτερο καταρρέει μπροστά στα μάτια μας, στη μεγαλύτερη κρίση του παγκόσμιου καπιταλισμού από το 1930.
Με πολλούς τρόπους η σημερινή κρίση είναι μεγαλύτερη από αυτή του 1930, γιατί η παγκοσμιοποίηση της οικονομίας δεν βρισκόταν τότε σε τόσο εξελιγμένο στάδιο όπως σήμερα και επίσης η κρίση αυτή δεν επηρέασε την οργανωμένη οικονομία της σοβιετικής ένωσης. Δεν γνωρίζουμε ακόμη πόσο σοβαρές και τι διάρκεια θα έχουν οι επιπτώσεις της σημερινής κρίσης, αλλά σίγουρα οριοθετούν το τέλος της σύντομης περιόδου του καπιταλισμού της ελεύθερης αγοράς, που αιχμαλώτισε τον κόσμο και τις κυβερνήσεις του από την εποχή της Μάργκαρετ Θάτσερ και του προέδρου Ρήγκαν. Για τους ίδιους λόγους, η αποτυχία περιμένει τόσο αυτούς που πιστεύουν σε έναν αγνό χωρίς παρεμβατισμούς καπιταλισμό της αγοράς, σε ένα είδος διεθνούς αστικού τύπου αναρχισμό όσο και αυτούς που πιστεύουν σε έναν κεντρικά σχεδιασμένο σοσιαλισμό, αμόλυντο από την ιδιωτική αναζήτηση του κέρδους. Και οι δύο ιδέες έχουν κηρύξει πτώχευση.
Το μέλλον, όπως το παρόν και το παρελθόν, ανήκει σε μεικτές οικονομίες στις οποίες το δημόσιο και το ιδιωτικό, θα πλέκονται με τον έναν ή τον άλλο τρόπο. Αλλά πώς; Αυτό είναι το πρόβλημα για τον καθένα σήμερα, αλλά κυρίως για τους ανθρώπους της αριστεράς. Η αφοσίωση της σοσιαλδημοκρατίας στην ελεύθερη αγορά. Κανείς δεν μπορεί να θέλει να επιστρέψει στα σοβαρά, στα καθεστώτα σοβιετικού τύπου, όχι μόνο λόγω των πολιτικών τους σφαλμάτων, αλλά και λόγω της αυξανόμενης νωθρότητας και ανικανότητας των οικονομιών τους - αν και αυτό δεν πρέπει να μας οδηγήσει στο να υποτιμήσουμε τα εντυπωσιακά τους επιτεύγματα, στον κοινωνικό και εκπαιδευτικό τομέα.
Από την άλλη, μέχρι την κατάρρευση της παγκόσμιας, ελεύθερης αγοράς τον περασμένο χρόνο, ακόμη και οι σοσιαλδημοκράτες ή άλλα μετριοπαθή αριστερά κόμματα στις πλούσιες χώρες του βόρειου καπιταλισμού και της Αυστραλασίας, δεσμεύτηκαν όλο και περισσότερο στην επιτυχία του καπιταλισμού της ελεύθερης αγοράς. Πράγματι, από την πτώση της Σοβιετικής ένωσης μέχρι και σήμερα δεν μπορώ να φανταστώ κάποιο κόμμα ή κάποιον αρχηγό, που να απορρίπτει τον καπιταλισμό ως απολύτως απαράδεκτο. Κανείς δεν ήταν πιο αφοσιωμένος σε αυτόν από τους Νέους Εργατικούς. Στις οικονομικές τους πολιτικές, τόσο ο Τόνι Μπλαιρ όσο και (μέχρι τον Οκτώβριο του 2008) ο Γκόρντον Μπράουν, μπορούν να χαρακτηριστούν χωρίς υπερβολή, ως Θάτσερ με παντελόνια. Το ίδιο μπορούμε να πούμε και για το δημοκρατικό κόμμα των ΗΠΑ. Η βασική ιδέα των Εργατικών από το 1950, ήταν πως ο σοσιαλισμός είναι αχρείαστος, γιατί ένα καπιταλιστικό σύστημα είναι αξιόπιστο ως προς το να γεννά και να παράγει περισσότερο πλούτο από οποιοδήποτε άλλο. Το μόνο που έπρεπε να κάνουν οι σοσιαλιστές, ήταν να εξασφαλίσουν τη δίκαιη διανομή του. Αλλά από τη δεκαετία του 70, η επιταχυνόμενη ορμή του καπιταλισμού, έκανε αυτή την υπόθεση όλο και πιο δύσκολη, ενώ υπονόμευσε την παραδοσιακή βάση του εργατικού κόμματος, καθώς επίσης και κάθε σοσιαλδημοκρατικού κόμματος, τους υποστηρικτές και την πολιτική του.
Πολλοί κατά τη δεκαετία του 1980 πίστεψαν πως αν το πλοίο των Εργατικών δεν επρόκειτο να βουλιάξει (ένα ενδεχόμενο ορατό) εκείνη την εποχή, τότε έπρεπε να επανεξοπλιστεί. Αλλά δεν επανεξοπλίστηκε. Κάτω από την επιρροή αυτού που είδαν ως την θατσερική οικονομική αναγέννηση, οι Νέοι Εργατικοί από το 1997 υιοθέτησαν την ιδεολογία, ή μάλλον θεολογία, της παγκοσμιοποιημένης ελεύθερης αγοράς, εξολοκλήρου. Η Βρετανία, απορύθμισε τις αγορές της, πούλησε τις βιομηχανίες της στις υψηλότερες πλειοδοσίες, σταμάτησε να παράγει αντικείμενα προς εξαγωγή (αντίθετα από τη Γερμανία, τη Γαλλία και την Ελβετία) και τοποθέτησε τα κέρδη της έτσι ώστε να μετατραπεί σε παγκόσμιο κέντρο οικονομικών παροχών και για αυτό πόλος έλξης όσων επιθυμούσαν το ξέπλυμα δισεκατομμυρίων. Για τον λόγο αυτό η επίδραση της παγκόσμιας κρίσης στη λίρα και στη βρετανική οικονομία είναι πιθανόν να είναι πιο καταστροφική από ότι σε οποιαδήποτε άλλη μεγάλη δυτική οικονομία και η επανάκαμψή τους πολύ πιο δύσκολη.
Μπορείτε να πείτε πως όλα έχουν τελειώσει. Πως είμαστε ελεύθεροι να γυρίσουμε στην παλαιά μεικτή αγορά. Η παλαιά εργαλειοθήκη των εργατικών προσφέρεται ξανά –οτιδήποτε μέχρι και η κρατικοποίηση - ας προχωρήσουμε και ας χρησιμοποιήσουμε τα παλιά εργαλεία για άλλη μια φορά, αυτά που οι Εργατικοί δεν έπρεπε ποτέ να πετάξουν. Αλλά αυτό προϋποθέτει πως γνωρίζουμε και τι να τα κάνουμε.
Δεν το γνωρίζουμε.
Καταρχήν δεν γνωρίζουμε πώς να ξεπεράσουμε την παρούσα κρίση. Καμία από τις κυβερνήσεις, κεντρικές τράπεζες ή διεθνείς οικονομικούς οργανισμούς γνωρίζει: θυμίζουν όλοι τους έναν τυφλό που προσπαθεί να βγει από έναν λαβύρινθο χτυπώντας κάθε φορά τους τοίχους με διαφορετικού είδους ραβδιά ελπίζοντας να βρει τη έξοδο. Επίσης υποτιμούμε το πόσο εθισμένες είναι οι κυβερνήσεις και όσοι παίρνουν αποφάσεις, στις κοροϊδίες της ελεύθερης αγοράς που τους έκαναν να αισθάνονται καλά για δεκαετίες. Έχουμε όντως απομακρυνθεί από την υπόθεση ότι η ιδιωτική επικερδής επιχείρηση, είναι πάντα ο καλύτερος τρόπος, μια και είναι ο πιο αποδοτικός, να πράττουμε; Ότι η οργάνωση και η λογιστική των επιχειρήσεων, πρέπει να είναι το μοντέλο ακόμα και για τις δημόσιες υπηρεσίες την εκπαίδευση ή την έρευνα; Ότι το αυξανόμενο χάσμα, ανάμεσα στους υπέρ-πλούσιους και τους υπολοίπους δεν έχει και τόση σημασία, αρκεί οι υπόλοιποι (με εξαίρεση τη μειονότητα των απολύτως φτωχών) να τα καταφέρνουν κάπως καλύτερα; Ότι αυτό που χρειάζεται μια χώρα είναι κάτω από οποιαδήποτε συνθήκη, μια μέγιστη οικονομική ανάπτυξη και οικονομική ανταγωνιστικότητα;
Δεν το νομίζω.
Χρειάζεται ρήξη. Μια προοδευτική πολιτική χρειάζεται περισσότερα από μια μεγάλη ρήξη με τις οικονομικές και ηθικές αντιλήψεις των τελευταίων 30 χρόνων. Χρειάζεται μια επιστροφή στην πεποίθηση ότι η οικονομική ανάπτυξη και η ευημερία που αυτή φέρνει είναι ένα μέσο και όχι ο σκοπός. Ο σκοπός είναι το τι αντίκτυπο έχει στις ζωές, στις επιλογές και στις ελπίδες των ανθρώπων.
Ας πάρουμε για παράδειγμα το Λονδίνο. Προφανώς έχει σημασία για όλους μας το ότι η οικονομία του Λονδίνου ανθεί. Εκεί που πρέπει να εξετάσουμε τον υπέρογκο πλούτο που παράγεται, δεν είναι στο ότι αποτελεί το 20% με 30% του Ακαθάριστου Εγχώριου Προϊόντος, αλλά στο με ποιο τρόπο επηρεάζει τις ζωές των ανθρώπων που ζουν εκεί. Τι είδους ζωές τους είναι διαθέσιμες; Έχουν την οικονομική δυνατότητα να ζήσουν εκεί; Και αν όχι μας αποζημιώνει το γεγονός πως το Λονδίνο είναι ένας παράδεισος για τους υπερβολικά πλούσιους; Μπορούν να βρουν αξιοπρεπείς δουλειές ή έστω δουλειές; Εάν όχι, μη κομπάζετε για τα εστιατόρια και τους σεφ σας.
Εκπαίδευση για τα παιδιά;
Τα ακατάλληλα σχολεία δεν διορθώνονται από το γεγονός πως τα Αγγλικά πανεπιστήμια μπορούν να γεμίσουν μια ομάδα ποδοσφαίρου με νομπελίστες. Η προοδευτική πολιτική εξετάζεται όχι στον ιδιωτικό αλλά στον δημόσιο τομέα, όχι από την αύξηση του εισοδήματος και της κατανάλωσης του καθενός, αλλά από τη διεύρυνση των ευκαιριών και αυτού που ο Αμάρθια Σεν αποκαλεί τις «ικανότητες» όλων μέσα από τη συλλογική δράση. Αλλά αυτό σημαίνει, πρέπει να σημαίνει, δημόσιες μη κερδοσκοπικές πρωτοβουλίες, ακόμη και μόνο για την αναδιανομή της ιδιωτικής συσσώρευσης.
Οι δημόσιες αποφάσεις απέβλεπαν σε συλλογικές, δημόσιες βελτιώσεις από τις οποίες όλοι οι άνθρωποι θα κέρδιζαν. Αυτή είναι η βάση της προοδευτικής πολιτικής - όχι το να πολλαπλασιάζεις τον οικονομικό πλούτο και τα προσωπικά εισοδήματα. Και κάτι τέτοιο δεν θα είναι πουθενά πιο χρήσιμο από το να αμυνθούμε στο σημαντικότερο πρόβλημα που μας απειλεί αυτόν τον αιώνα, την περιβαλλοντολογική κρίση. Οποιαδήποτε ιδεολογική ετικέτα επιλέξουμε να χρησιμοποιήσουμε, θα σημάνει μια σημαντική μετατόπιση από την ελεύθερη αγορά προς τη δημόσια δράση, μια μετατόπιση μεγαλύτερη από οτιδήποτε η Βρετανική κυβέρνηση έχει φανταστεί.
Και δεδομένης της οικονομικής κρίσης, μια μετατόπιση που θα έλθει σύντομα.
Ο χρόνος δεν είναι με το μέρος μας.
Οι δημόσιες αποφάσεις απέβλεπαν σε συλλογικές, δημόσιες βελτιώσεις από τις οποίες όλοι οι άνθρωποι θα κέρδιζαν. Αυτή είναι η βάση της προοδευτικής πολιτικής - όχι το να πολλαπλασιάζεις τον οικονομικό πλούτο και τα προσωπικά εισοδήματα. Και κάτι τέτοιο δεν θα είναι πουθενά πιο χρήσιμο από το να αμυνθούμε στο σημαντικότερο πρόβλημα που μας απειλεί αυτόν τον αιώνα, την περιβαλλοντολογική κρίση. Οποιαδήποτε ιδεολογική ετικέτα επιλέξουμε να χρησιμοποιήσουμε, θα σημάνει μια σημαντική μετατόπιση από την ελεύθερη αγορά προς τη δημόσια δράση, μια μετατόπιση μεγαλύτερη από οτιδήποτε η Βρετανική κυβέρνηση έχει φανταστεί.
Και δεδομένης της οικονομικής κρίσης, μια μετατόπιση που θα έλθει σύντομα.
Ο χρόνος δεν είναι με το μέρος μας.
Σημ: Οι επισημάνσεις είναι δικές μου.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου