Πουτάνα
ήταν. Μια από τις τόσες που είχαν περάσει από το κρεβάτι του. Γιατί του άρεσαν
οι πουτάνες. Παρότι αυτό το πολύ όμορφο και γεροδεμένο παλικάρι ασκούσε μεγάλη γοητεία
στις γυναίκες και θα μπορούσε να έχει δημιουργήσει δεκάδες σχέσεις με όμορφες κοπέλες
που του ταίριαζαν περισσότερο, αυτός προτιμούσε τα κορίτσια της νύχτας.
Απολάμβανε
την εργένικη ζωή. Απεχθανόταν έρωτες, δεσμεύσεις, σκοτούρες και τα τοιαύτα. Οι
πουτάνες τού έδιναν την ελευθερία του. Αυτήν ήθελε.
Είχε
ξαπλώσει με εκατοντάδες. Το μεγαλύτερο κομμάτι του μισθού του είχε αφεθεί σε
κομοδίνα και δεν είχε σκοπό αυτό να το αλλάξει. Ξεκίνησε από τα 15 του, και
σήμερα, 12 χρόνια μετά, αισθανόταν πολύ καλά με τον δρόμο που είχε διαλέξει.
Χαριτολογώντας συνήθιζε να λέει στους φίλους του “βοηθώ στην ανάπτυξη, συντηρώ θέσεις δουλειάς!”.
Δεν
είχε σημασία η εμφάνιση. Ποτέ δεν τον ένοιαξε η ομορφιά, το ύψος, τα μάτια ή το
χρώμα των μαλλιών της κοπέλας. Ούτε το πάχος ή το πεσμένο στήθος, ούτε καν η
ηλικία. Δοκίμαζε τα πάντα, ικανοποιούσε το πάθος του έχοντας πάντα εκείνη τη
φωνή μέσα του να του σιγοψιθυρίζει “έχει
ανάγκη και αυτή να ζήσει”.
Εκείνη
η ξεχωριστή νύχτα τον σημάδεψε. Είχε έρθει μόλις εκείνο το απόγευμα στην πόλη για
να συναντήσει μια "σειρούλα" του. Από τα πρώτα που τον ρώτησε είναι
που θα βρει τα κορίτσια.
Μόλις νύχτωσε βγήκε στο σεργιάνι."Ψάρεψε"
μια γύρω στα 55 που την είδε να στέκει μόνη της στον πεζόδρομο, στο ημίφως, λίγο μακρύτερα
από τις άλλες κοπέλες.
Απέφευγε
τις συγκρίσεις; Ντρεπόταν να την βλέπουν; Μπορεί και τα δυο μαζί.
Ξεχώρισε
την φιγούρα της. Και τον "τράβηξε" η μοναξιά της. Της ζήτησε να μπει
στο αυτοκίνητο χωρίς να προσέξει σχεδόν τίποτα στην όψη της, ούτε καν ρώτησε το
κλασσικό “πόσο πάει;”.
Στη
διαδρομή τού μίλησε ελάχιστα (άλλωστε ήταν κοντά). “Αριστερά … δεξιά … εδώ”. Πήρε το κλειδί από τη ρεσεψιόν και
ανέβηκαν στον 2ο. Ξεκλείδωσε και μπήκε πρώτη.
“Μην ανάψεις…”,
του είπε ψιθυριστά, με μια φωνή ανάμεσα σε εντολή και παράκληση.
Του
ζήτησε τα λεφτά. Τα πήρε, γδύθηκε βιαστικά - αφήνοντας όμως με περίεργη τάξη τα
ρούχα της στην καρέκλα. Ξάπλωσε και άνοιξε τα πόδια. “Έλα … γδύσου”.
Καμία
μαγεία!
Ήταν
φανερό ότι βιαζόταν να επιστρέψει στο πόστο της για τον επόμενο πελάτη.
Την
κοιτούσε χωρίς να γδύνεται. Προσπαθούσε ανάμεσα στα αναβοσβήσματα της ταμπέλας
του φτηνιάρικου μοτέλ να διακρίνει τα χαρακτηριστικά της. Άγνωστο γιατί, η φωνή
της δεν του ήταν άγνωστη. Από πού όμως;
-
Πώς
σε λένε; Πες μου τ’ όνομά σου.
-
Δεν
έχει σημασία… τού απάντησε ψιθυριστά. Μην αργείς.
Κάθισε
στην άκρη του κρεβατιού και την κοιτούσε επίμονα. “Δεν θα κάνουμε τίποτα αν δεν μου πεις το όνομά σου. Θα πάρω τα λεφτά
μου και θα φύγω!” την απείλησε.
-
Ας
πούμε Λουΐζα.
-
….
-
Δεν
με άκουσες; Λουΐζα. Έλα.
-
Δεν
μου αρέσει το Λουΐζα. Θα σε λέω… Θα σε λέω Ματίνα. Κυρία Ματίνα.
-
Ποιος…;;;
Τι…;;; Μα…
Προσπάθησε
να καλύψει τη γύμνια της με τα δυο της χέρια. Στιγμές μετά πήρε το μαξιλάρι και
σκέπασε τα γυμνά της στήθη ενώ προσπάθησε να ανασηκωθεί. Έτρεμε σύγκορμη. Ποιος
ήταν αυτός ο νεαρός που την αναγνώρισε. Τι ντροπή Θεέ μου…!
Ο
Αντρέας είχε πάει ήδη στο παράθυρο και κοιτούσε τη βροχή που έπεφτε και τις
στολισμένες βιτρίνες. Σε 4 μέρες θα ήταν Χριστούγεννα. Πίσω του η κυρία Ματίνα
ντύθηκε όσο πιο γρήγορα μπορούσε. Ήθελε να εξαφανιστεί. Να τρέξει μέχρι να μην
έχουν ανάσα τα πνευμόνια της. Ήθελε να πεθάνει.
Δύο
χρόνια που έκανε αυτή τη δουλειά δεν είχε περάσει μέρα που να μην είχε σκεφτεί
την πιθανότητα να την αναγνωρίσουν. Το ξόρκιζε. Είχε αλλάξει πόλη γιατί δεν
άντεχε ούτε στη σκέψη. Αλλά τελικά … είναι μικρός ο κόσμος.
Έφυγε
βιαστικά χωρίς να της πει το παραμικρό. Έτρεξε στην σκάλα να τον προλάβει, αλλά
πριν φτάσει στο πλατύσκαλο αυτός ξεπαρκάριζε και χανόταν μέσα στη νύχτα.
Πάει.
Δεν
θα μάθει ποτέ.
…
Παραμονή
Χριστουγέννων. Είχαν περάσει τρεις μέρες και ο Αντρέας ξαναπήγε στο πόστο της
κυρίας Ματίνας. Είχε ανάγκη να της μιλήσει. Να της αποκαλύψει ποιος είναι, να
της πει να μην ντρέπεται, να μάθει το γιατί.
Τρεις
μέρες τώρα έκανε πρόβα τα λόγια του. Τα είχε βάλει σε σειρά. Ποιο θα έλεγε
πρώτο, ποιο δεύτερο, πως θα συστηνόταν, τι θα απαντούσε…
“Βλακείες! Θα την βρω
και θα της πω αυτό που θα μου έρθει πρώτο. Πρέπει να την βρω. Πρέπει!”
Είχε
εξαφανιστεί. Οι άλλες κοπέλες δεν ήξεραν που μπορούσε να την βρει. “Τόσο πολύ μωράκι μου σου άρεσε η χοντρή; Ομορφόπαιδο… πιάσε
το βυζί μου. Καινούριο είναι. Αυτή το πατάει…”
Κρατήθηκε
για να μη την χτυπήσει.
Πήγαινε
από τη μια στην άλλη και ρωτούσε. Τίποτα. Κάτι μέσα του τού έλεγε πως γνώριζαν
αλλά δεν μίλαγαν. Σαν να φοβόντουσαν κάτι. Ή κάποιον.
Έφυγε.
Έστριψε με το αυτοκίνητο στην πρώτη γωνία, παρκάρισε και κατέβηκε. Κρύφτηκε
πίσω από την κολώνα περιμένοντας να έρθει άλλη κοπέλα, κάποια που δεν θα τον
είχε δει να κάνει ερωτήσεις.
Μετά
από 20 λεπτά εμφανίστηκε μια ψηλή κοντοκουρεμένη. Κάτι είπε με τις άλλες και
άναψε τσιγάρο. Κάποια στιγμή που η μία μιλούσε σε πελάτη και οι άλλες δύο
μεταξύ τους, έγνεψε από μακριά στην ψηλή να πάει κοντά του.
“Καλέ, έλα στο φως
καλέ, είσαι και κούκλος...”
“Πόσο πάει;”
την ρώτησε (για να μη κινήσει υποψίες), την έβαλε στο αυτοκίνητο και έφυγαν.
-
Όχι
σε ξενοδοχείο. Γουστάρω να στο κάνω στο αυτοκίνητο.
-
Όπου
θες αγόρι μου. Θα σου στοιχίσει κάτι παραπάνω.
-
Έχω…
Μπήκε
στο αλσύλλιο και πάρκαρε. Της έδωσε τα διπλά απ’ όσα του ζήτησε και αυτή άρχισε
να γδύνεται.
-
Μη
τα βγάζεις. Δεν θα σε γαμήσω. Μερικές ερωτήσεις μόνο θα σου κάνω.
-
Καλέ;!
Μπάτσος είσαι; Όχι ρε πούστη μου!!! Πάλι μέσα! Μα δε βαριέστε όλη την ώρα…;
-
Δεν
είμαι μπάτσος. Θέλω να σε ρωτήσω για την Ματ… την Λουΐζα. Ξέρεις που μπορώ να
την βρω;
-
Ποια
είναι πάλι αυτή; Δεν ξέρω ρε φίλε για ποια μου μιλάς.
-
Για
την κοπέλα που ήταν πριν 3 μέρες μαζί σας. Που είναι; Δεν γίνεται να μην
ξέρεις.
-
Δεν
ξέρω καμία Λουΐζα. Γυρίζουμε τώρα;
Της
έπιασε το χέρι και το έσφιγγε δυνατά.
-
Μηηη…
Με πονάς ρε μαλάκα!
-
Θα
στο σπάσω αν δεν μου πεις που θα την βρω. Λέγε λοιπόν!!
-
Δεν
ξέρω καμία Λουΐζα, στο ξανάπα. Άσε το χέρι μου.
-
Κοίτα
πουτανάκι, δεν θα φάω όλο το βράδυ μαζί σου. Σου κάνω τη μάπα σκατά και δεν σε
πλησιάζει ούτε αρσενικό σκυλί. Αποφάσισε. Θα μιλήσεις;
-
Μα
δεν ξέρω καμία Λουΐζα σου λέω. Ααααααα….!!!!!
-
Η
"χοντρή" που βρισκόταν πίσω σας. Στο μισοσκόταδο. Η πενηντάρα. Δεν θα
σε ξαναρωτήσω. Στο σπάω ΤΩΡΑ!
Την
είχε χτυπήσει ο νταβατζής. Ένα πρεζόνι μαζί δυό κουτσαβάκια που έσερνε κοντά
του. Όταν γύρισε από το μοτέλ το βράδυ που ήσαν μαζί, ο νταβατζής είχε ειδοποιηθεί
από τις άλλες και την περίμενε. Εκείνη αρνήθηκε να τον πληρώσει και την σάπισαν
στο ξύλο.
Πήγε
και στα δύο νοσοκομεία της πόλης. Την βρήκε στο δεύτερο. Ζήτησε την κυρία
Ματίνα Ζαβραδινού. Στην Κλινική είπε ψέματα πως ήταν γιός της, πως ήρθε με την
αποψινή πτήση και παρακάλεσε να τον αφήσουν να μείνει κοντά της.
Νοσηλευόταν
σε πολύ άσχημη κατάσταση. Μια μαχαιριά στην ωμοπλάτη, τρία σπασμένα πλευρά και
πολλοί μώλωπες. Ευτυχώς την είχαν σε δίκλινο και το διπλανό κρεβάτι ήταν άδειο.
Κάθισε και την κοιτούσε βυθισμένος στις σκέψεις του.
Κάποια στιγμή η κυρία Ματίνα ξύπνησε από τον πόνο. Ο Αντρέας βγήκε να φωνάξει
τη νοσοκόμα.
“Έρχεστε λίγο στο 17;
Πρέπει να πέρασε η παυσίπονη και η μάνα μου ξύπνησε.”
Το
ξημέρωμα των Χριστουγέννων τούς βρήκε μαζί. Στο ψυχρό δωμάτιο ενός επαρχιακού
νοσοκομείου, μακριά από τη γιορτινή ατμόσφαιρα της πόλης, δύο άνθρωποι σχεδόν
άγνωστοι, που ήταν γραφτό να κάνουν μαζί ετούτα τα Χριστούγεννα.
Είχε
πάρει την καρέκλα, είχε καθίσει κοντά της, της κρατούσε το χέρι και με το άλλο
τής χάιδευε τα μαλλιά.
“Είσαι αυτός που
ήμασταν προχτές μαζί. Ποιος είσαι αγόρι μου; Από που με ξέρεις; Παναγία μου…
πόσο σε ντρέπομαι…”
Της
τα είπε όλα. Της θύμισε το ’96, την Έκτη Δημοτικού, στο Αιγάλεω. Ήταν η
αγαπημένη του δασκάλα. Της θύμισε την Μαρία Αναγνωστάκη, την καλύτερη μαθήτρια
(γιατρός τώρα), τον Αλέξη τον διαολή που της έκρυβε μόνιμα τις κιμωλίες, τον
κυρ Θανάση τον επιστάτη με το μπεγλέρι, την κυρία "Μίτσιγκαν" την
αγγλικού… Και αυτή γέλασε δυνατά.
-
Αααχ.
Πονάω…
-
Ναι,
συγνώμη. Δεν θα επαναληφθεί.
Της
είπε να μη φοβάται τίποτα. Ο νταβατζής είχε φάει το ξύλο του και δεν θα την
ενοχλούσε ξανά. Τα δύο σπασμένα χέρια, τα μπλαβιασμένα μάτια και τα τρία δόντια
που έλειπαν πια από μπροστά, θα του θυμίζουν για πάντα ότι δεν πρέπει να
ξανασηκώσει χέρι σε γυναίκα και ακόμη περισσότερο στην συγκεκριμένη.
Τα
δύο κουτσαβάκια έγιναν σκόνη με τις πρώτες φάπες. Έτυχε να βρεθεί στο δρόμο
τους ο Αντρέας, ένας επιλοχίας καταδρομέας με μαύρη ζώνη στο καράτε και
εκπαιδευτής πολεμικών τεχνών. Εκλιπαρούσαν να τους αφήσει από τα χέρια του. Αφού
τελείωσε μαζί τους τούς πέταξε ανάμεσα σε κάτι κάδους σαν άδειες μαξιλαροθήκες. Αυτός που είχε μαχαιρώσει την κυρία Ματίνα θα πρέπει να πόνεσε πολύ
όταν του έβγαζαν το μαχαίρι από τον κώλο.
“Δεν θέλω να μου
πείτε τίποτα. Δεν ήρθα εδώ για ερωτήσεις. Ήρθα για να σας πω ότι δεν είστε μόνη
σας, ότι το πρόβλημα κανονίστηκε και πως δεν έχετε τίποτα να φοβάστε. Ήρθα για
να κάνουμε μαζί Χριστούγεννα. Θα σας έφερνα γλυκά να το γιορτάσουμε αλλά ξέρω
ότι δεν κάνει. Όταν με το καλό βγείτε…”
Η
κυρία Ματίνα τού άνοιξε την καρδιά της. Είχε ανάγκη εδώ και πολύ καιρό να εμπιστευτεί ... να
μιλήσει σε άνθρωπο. Αυτό το παλικάρι το ένιωθε κάτι παραπάνω από δικό της
άνθρωπο. Το ένιωθε παιδί της. Και ντρεπόταν. Θεέ μου πόσο ντρεπόταν…
Όταν
ήρθε η οικονομική κρίση ο άντρας της απολύθηκε από τους πρώτους. Λίγους μήνες
μετά έφυγε εργάτης στο Βέλγιο. Και ενώ στην αρχή επικοινωνούσε συχνά μαζί της
και της έστελνε χρήματα, εντελώς ξαφνικά χάθηκε κάθε επαφή. Ο αριθμός του
κινητού “δεν αντιστοιχεί σε συνδρομητή” και η πρεσβεία μας στις Βρυξέλλες δεν
κατάφερε να τον εντοπίσει πουθενά. Λίγες ημέρες μετά επιβεβαιώθηκε 100% ότι
ταξίδεψε για Μπουένος Άιρες με εισιτήριο
χωρίς επιστροφή. Είχε κάνει κράτηση για δύο θέσεις και μαζί του ταξίδεψε μια γυναίκα.
Σαν
να μην έφταναν αυτά ήρθε και η δική της απόλυση. Στα πλαίσια του
"εξορθολογισμού" των δημοσίων υπηρεσιών τέθηκε σε διαθεσιμότητα και 9
μήνες αργότερα απολύθηκε.
Το
παιδί της που σπουδάζει στην Φρανκφούρτη δεν έπρεπε να μάθει τίποτα. Έπρεπε να
λαμβάνει τακτικά το τσεκ του για να πληρώνει τα δίδακτρα, το ενοίκιο, να
καλύπτονται τα έξοδα.
Άλλη
λύση δεν υπήρχε. Πεζοδρόμιο.
Η
άλλη λύση βρέθηκε. Είχε γνωστούς ο Αντρέας που βοήθησαν την κυρία Ματίνα. Έφυγε
από αυτή την πόλη που μόνο κακές αναμνήσεις είχε, ανέβηκε Θεσσαλονίκη και
έπιασε δουλειά σε μεγάλο ιδιωτικό εκπαιδευτήριο. Ο συνταγματάρχης του Αντρέα,
που τον συμπαθούσε πολύ, κανόνισε γι’ αυτό.
Είχαν
κρατήσει επαφή. Τηλεφωνιόντουσαν συχνά στο κινητό και μιλούσαν επί ώρες. Μάθαινε
πως τα πάει ως εκπαιδευτικός (την μοναδική δουλειά που αγάπησε), μάθαινε νέα
για τον γιό της τον ξενιτεμένο.
Το
Πάσχα τής έστειλε κάρτα με ευχές.
Τα
Χριστούγεννα τής χτύπησε το κουδούνι κρατώντας μια ανθοδέσμη στο ένα χέρι και
γλυκά στο άλλο.
Άνοιξε
την πόρτα και έμεινε να τον κοιτάει αποσβολωμένη.
“Σας το είχα πει,
όταν θα γίνετε καλά, σας χρωστάω κάτι γλυκά να φέρω…”
Αυτή
ήταν η συμμετοχή μου στις «Ιστορίες της Νύχτας #2» της Αριστέας.
Ο
σύνδεσμος οδηγεί στις υπόλοιπες συμμετοχές.
Τρέχω για τα δέοντα.
ΑπάντησηΔιαγραφήΕπιστρέφω μετά.... τα ξύλα!
Θα σε πω!
Φιλιά!
Αχ, βρε Πέτρο.. Με συγκίνησες...
ΑπάντησηΔιαγραφήΘα μπορούσε να είναι αληθινή ιστορία, γι΄ αυτό με συγκίνησες..
Όπως και να το κάνουμε, μόνο η αλήθεια συγκινεί..
Μου άρεσε που έβαλες happy end.
Επέτρεψες στην ελπίδα να δραπετεύσει και να αναπνεύσει μακριά από βρώμικα μοτέλ...
Μπράβο σου...
**Αννιώ**
Ευχαριστώ.
ΔιαγραφήΑυτού του είδους οι ιστορίες συνήθως δεν έχουν καλό τέλος αλλά το προσπάθησα. Δεν αντέχω άλλη μιζέρια γύρω μου.
Ας μείνει η ευχή.
Γλυκά μας κέρασες κι εσύ Πετρή!
ΑπάντησηΔιαγραφήΚι εμένα μου άρεσε το χάπι εντ.
Καθόλου ελληνικό μελό.
Προσεγμένο κείμενο...
μου άρεσε και ο λόγος σου.
Ένα τέτοιο κείμενο έπρεπε να τα λέει ωμά!
Σε ευχαριστώ πολύ πολύ !!!!
Και να γράφεις πιο συχνά , ναι;
Ωμά τα λέει, ναι. Δεν πιστεύω να θίχτηκε κάποιος/κάποια από το λεξιλόγιο. Δεν θα μπορούσε να είναι διαφορετικό. Μιλάμε για τον κόσμο της νύχτας.
ΔιαγραφήΌσο για την πρόκληση, στο χέρι σου είναι να κάνεις την επόμενη πρόσκληση.
Η αχτίδα στο τέλος κι αυτή η ανθοδέσμη
ΑπάντησηΔιαγραφήλυτρωτική....
Το προοιώνιζε ο τίτλος ο οποίος εμπεριέχει το σκοτάδι και στη συνέχεια το φως.
ΔιαγραφήAν ήταν γραμμένη πριν λίγα χρόνια, θα φάνταζε άκρως σουρεαλιστική.
ΑπάντησηΔιαγραφήΔυστυχώς σήμερα, υπάρχουν πολλές αντίστοιχες Ματίνες, που κατέφυγαν στην πορνεία για να επιβιώσουν. Ήταν στα πλαίσια της "ανάπτυξης" που μας έφεραν οι μεγάλοι κυβερνήτες...
Πέτρο στο έχω ξαναπεί. Η διαίσθησή σου στην γυναικεία ψυχολογία και η δεινότητά σου να καταγράφεις γυναικείους χαρακτήρες, με συναρπάζουν. Ξέρεις, είναι μια ευχάριστη έκπληξη κάθε φορά, να διαβάζω μια ανθρώπινη ιστορία δουλεμένη απ' την ευαίσθητη πένα σου, ενώσω σ' έχουμε συνηθίσει (και αγαπήσει), για τον έντονα πολιτικοποιημένο σου λόγο.
Συγκινημένη και χορτασμένη από συναισθήματα, σου στέλνω τους χαιρετισμούς και τον θαυμασμό μου!
Πράγματι, πριν μερικά χρόνια η ιστορία θα έμοιαζε εξωπραγματική. Στην καλύτερη ως επιθεωρησιακό νούμερο. Στην Ελλάδα των (εσαεί) μνημονίων είναι η πραγματικότητα. Χιλιάδες αθώα θύματα μιας πουτάνας κρίσης που σιγοκαίει τα σπλάχνα αυτής της κοινωνίας. Δράματα της διπλανής πόρτας που δεν τολμάμε να ανοιξουμε γιατί ο καθένας κουβαλάει τον δικό του σταυρό (ή γιατί είναι κάθαρμα).
ΔιαγραφήΣε ευχαριστώ για τα καλά σου λόγια.
Πήρες την σκληρή πραγματικότητα, σε μια από τις πιο απάνθρωπες μορφές της και την "εξανθρώπισες"!
ΑπάντησηΔιαγραφήΤι άνθρωπος είσαι!! ❤
Όπως όλοι. Λίγο πιο ακυβέρνητος μόνο...
ΔιαγραφήΥπέροχη ιστορία, σαν αληθινή!!! Με συγκίνησε βαθιά..πολύ ωραία γραφή! Καλό απόγευμα
ΑπάντησηΔιαγραφήΕυχαριστώ. Να είσαι καλά που πέρασες από αυτό το στέκι και άφησες τον καλό σου λόγο.
ΔιαγραφήΤι ιστορία!!
ΑπάντησηΔιαγραφήΠοιος να το έλεγε πως ένας άνθρωπος τόσο κυνικός σαν τον Αντρέα (και το κυνικός το βγάζω ίσως κι αυθαίρετα από τη στάση που είχε απέναντι στις σχέσεις, αν και μεταξύ μας,πολύ πιο τίμιος από πολλούς "ηθικούς" είναι), θα φρόντιζε τόσο την κυρία Ματίνα...
Πολύ συγκινητική η ιστορία σου!
Υπάρχουν φορές που πίσω από "επιφανειακούς" ανθρώπους κρύβονται μεγάλες καρδιές. Ούτε οι ίδιες δεν το γνωρίζουν. Το ανακαλύπτουν όταν έρθει η κατάλληλη στιγμή. Στα δύσκολα.
ΔιαγραφήΣε ευχαριστώ Μαρία.
Σαν να είδα μόλις μια ταινία του ρεαλιστικού κινηματογράφου, που όμως την χαρακτηρίζει η ανθρωπιά! Μια ανθρωπιά σαν λαμπερό φως μέσα στο απόλυτο σκοτάδι! Η σκληρότητα και ο κυνισμός βαδίζουν χέρι-χέρι με την ευαισθησία και τη δοτικότητα!
ΑπάντησηΔιαγραφήΝα είσαι καλά, Πέτρο, και να γράφεις...!!!
Ο ήρωας δεν είχε ανακαλύψει ούτε ο ίδιος τα όριά του. Ζούσε και κινείτο και ο ίδιος μέσα στο σκοτάδι, ώσπου χρειάστηκε να παλέψει ακόμη και με τον εαυτό του για να τραβήξει τελικά έναν άνθρωπο στο φως.
ΔιαγραφήΕκείνη η νυχτα τον σημάδεψε και φυσικά τον άλλαξε.
Ευχαριστώ Γλαύκη.
Πέρα από τα σβηστά φώτα σου Πέτρο διέκρινα δυνατά συναισθήματα βαθιά ανθρώπινα, σπάνια ευαισθησία και μοναδική αίσθηση δικαίωσης και τέλος....την ευτυχή κατάληξη αυτής της πικρής μα ταυτόχρονα τόσο αληθινής ιστορίας.....!!!.Η συναρπαστική γραφή σου εκτόξευσε την απόλαυση της ανάγνωσης και σίγουρα το θέμα που επέλεξες να πλέξεις την ιστορία σου, είναι και ιδιαίτερο και "δύσκολο", όμως εσύ, με μοναδική άνεση περιέγραψες ρεαλιστικά και διεισδυτικά τους χαρακτήρες και το περιβάλλον που κινούνται......σ΄ευχαριστώ για την ευκαιρία που μου έδωσες να διαβάσω αυτή τη θαυμάσια ιστορία σου !!!
ΑπάντησηΔιαγραφήΕγώ σε ευχαριστώ για τα πολύ όμορφα λόγια σου.
ΔιαγραφήΗ κριτική σου στην ιστορία μου με τιμάει ιδιαίτερα.
Εχω μεινει αναυδη!!!Απλα υπεροχη ιστορια πετρο μου!!!!Υπεροχη μπραβο :)
ΑπάντησηΔιαγραφήΝα είσαι καλά. Σε ευχαριστώ για το σχόλιο.
ΔιαγραφήΠεριττό να σου πω ότι διάβαζα με τον φόβο μήπως είχε πέσει πάνω στη μάνα που δεν γνώρισε ο ήρωας... Ένας ήρωας που αποδείχτηκε σωτήρας για την αγαπημένη του δασκάλα, την "γλίτωσε φτηνά" όμως ο ίδιος, αφού δεν του κάναμε ψυχανάλυση για να μάθουμε γιατί εκείνος, ένας ευαίσθητος άντρας, προτιμούσε αποκλειστικά τον αγοραίο έρωτα.. Τι να πεις, άβυσσος η ψυχή του ανθρώπου, αλλά η πένα σου σπαθί!
ΑπάντησηΔιαγραφήΔεν θα μπορούσε να είναι τόσο μελό. Ο ήρωας νομίζω πως είναι ένας άνθρωπος που έκανε από μικρός τις επιλογές του, πράγμα που δεν τον κατατάσσει υποχρεωτικά στην "από δω πλευρά", στους αναίσθητους, στους ανθρώπους που χρήζουν ψυχιατρικής εκτίμησης.
ΔιαγραφήΤα διαμάντια πριν μπουν στις βιτρίνες βρίσκονταν στο χώμα, ανάμεσα σε βρωμιές και άσχετα πετρώματα.
Νομίζω πως κάθε άνθρωπος (έστω οι περισσότεροι) κρύβει κάτι καλό μέσα του και όταν θα παραστεί ανάγκη θα βγει.
Πολύ συγκινητική ιστορία που θα μπορούσε να είναι αληθινή, ειδικά στις μέρες μας, Πέτρο. Το έπλεξες υπέροχα το κείμενο σου, με απαλή ροή κι ευανάγνωστη έννοια συναισθημάτων που αγκάλιαζαν το μυστήριο και την αγωνία ταυτόχρονα.
ΑπάντησηΔιαγραφήΜου άρεσε το χρώμα αισιοδοξίας στο τέλος! Γράφεις, περιγράφεις, θαυμάσια Πέτρο!
Να είσαι πάντα καλά! :))
Πάντα στο τέλος επιθυμώ να ανοίγει μια χαραμάδα αισιοδοξίας και να έρχεται η λύτρωση για τους βασανισμένους.
ΔιαγραφήΣε ευχαριστώ Κατερίνα.